Monday, February 11, 2008

Where be your gibes now?

Με ξαφνιάζει ευχάριστα όταν σε κάποιες από τις σπάνιες φορές που φιλοτιμούμαι να ανοίξω ένα βιβλίο ανακαλύπτω τυχαία,σε γραφιάδες που εκτιμώ ιδιαίτερα,αποσπάσματα που με αβίαστο τρόπο τοποθετούν τις ψηφίδες που έλειπαν από μια ανολοκλήρωτη έως τότε εικόνα,η ημιτελής μορφή της οποίας με κατέτρυχε για καιρό,ξεδιαλύνοντας εξαπίνης δικές μου αμφιβολίες και απορίες.
Έτσι,όταν για παράδειγμα ο Bernhard σημειώνει κάπου:"Κατά βάθος,γράφω μόνο επειδή πολλά μού είναι δυσάρεστα.Αν ήταν όλα ευχάριστα,πιθανόν δεν θα έγραφα απολύτως τίποτε,και κανένας δεν θα έγραφε.Είναι αδύνατον να γράψεις με αφετηρία μια ευχάριστη κατάσταση,άλλωστε θα ήταν ανόητο να γράφεις για τα ευχάριστα:τα ευχάριστα τα ζεις",αν και τα λόγια του δεν αποτελούν θέσφατο,μου προσέφεραν ένα κάποιο έρεισμα για την πρότερη,συγκεχυμένη οπτική μου,την πλειστάκις θεωρούμενη και από μένα τον ίδιο ως δηλητηριασμένη.
Μια άλλη περίπτωση αφορά σε μια καλή μου φίλη.Αν και έφτασε τα σαράντα παραμένει νέα στην όψη και πολύ ποθητή,μόνο που τον τελευταίο καιρό αρέσκεται να κλείνεται στο σπίτι με μοναδική παρέα το κατοικίδιό της και μια στοίβα DVD.Δεν πρόκειται για μια αναχωρήτρια που αποφασίζει να μονάσει σε ένα μικρό διαμέρισμα και να αφοσιωθεί στον ασκητικό βίο,αφού εξακολουθεί να χαίρεται τη ζωή και να απολαμβάνει τις ηδονές της.
Απλά,παρατηρώντας την μου έδινε την αμυδρή εντύπωση πως με κάποιον ανεπαίσθητο τρόπο,χωρίς και η ίδια να το έχει καταλάβει,έχει καλυφθεί από μια λεπτή αόρατη μεμβράνη που την κάνει,ενώ επιθυμεί το άγγιγμα,ανίκανη να αισθανθεί την επαφή,ενώ επιζητεί τα φιλιά,να μην μπορεί να γευτεί τη γλύκα τους.
Ψάχνοντας όμως μια πληρέστερη ερμηνεία ή μια πιο διεισδυτική περιγραφή που θα νομιμοποιούσαν την ασχημάτιστη αυτή διαίσθηση,το ύφασμα εκείνο που θα κάλυπτε τη γύμνια των αμφισβητήσιμων εικασιών μου,δεν έβρισκα παρά μονάχα κάποια σκόρπια νήματα που σαν τυφλοσούρτηδες ακολουθούσα.Και εκεί που δεν είχα συγκεντρώσει τίποτε άλλο από ξέφτια νοημάτων,διαβάζοντας μετά από καιρό ένα ευσύνοπτο κείμενο του Παπαγιώργη(μόνιμη η επίδραση του) μού προσφέρθηκε απλόχερα όχι μόνο το ένδυμα που ζητούσα αλλά μια αρματωσιά που θωράκισε,προσδίδοντάς τους περισσότερη σαφήνεια,τις προηγούμενες ακαθόριστες υπόνοιές μου.
Το επιλήψιμο της υπόθεσης είναι πως οι εύστοχες και ακριβείς παρατηρήσεις τους που δείχνουν τόσο πλέριες,μου στερούν την αγωνία να φωτίσω τις αιτίες που μ'αφήνουνε μισό.
Είναι,νομίζω,ευκταίο,ακόμα και όταν γνωρίζουμε πως ψέλνουμε όπως μας κανοναρχούν,να παραδινόμαστε στην αβεβαιότητα,να στέκουμε κεχηνότες σε διαθέσεις που δεν έχουν γίνει ακόμη στέρεες πεποιθήσεις,να ψυχανεμιζόμαστε κάτι προτού επέλθει η οριστική ταυτοποίησή του.
Κάθομαι και γράφω αυτό το ανούσιο κείμενο εξαιτίας κάποιων πρόσφατων δυσάρεστων καταστάσεων που σχετίζονται με ασθένειες,oπου όμως η δοκιμασία αυτή είχε σαν απόρροια την επιθυμία αντιστροφής της πορείας που περιγράψαμε περιπτωσιολογικά πιο πάνω και την προσπάθεια να κατευθυνθούμε από το απτό στο αφηρημένο,από την πραγματικότητα στον ρεμβασμό.
Εσχάτως λοιπόν βαυκαλιζόμουν να φαντάζομαι τη ζωή σαν μια βόλτα με το μετρό.Χρησιμοποιώντας αυτό το απλοϊκό μεταφορικό σχήμα,δεν θυμόμουν πια συγκεκριμένα πρόσωπα και βιωματικά περιστατικά,αλλά ένα πυκνό σύστημα δρομολογίων με στάσεις και κομβικά σημεία,επιβιβάσεις και αποβιβάσεις,καθυστερήσεις,αναμονές,άδειες αποβάθρες και μοναχικούς συνεπιβάτες.
Το παράξενο εδώ βρίσκεται στο ότι δεν είναι κάποιος μεσήλικας,"σκοτεινός" συγγραφέας,όπως οι προαναφερθέντες,αλλά ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι,που λαχταρά να δει το μετρό στο Παρίσι,αυτό που δεν αφήνει περιθώρια για καγχασμούς και ψευδαισθήσεις:

-Διασκέδασες Ζαζί;
-Έτσι και έτσι.
-Πήγες βόλτα με το μετρό;
-Όχι!
-Τότε λοιπόν,τι έκανες;
-Γέρασα.